- ἀποφυλλίζω
- ἀποφυλλίζωstrippres subj act 1st sgἀποφυλλίζωstrippres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποφυλλίζω — αφαιρώ άνθη ή φύλλα από κάποιο φυτό για να αναπτυχθεί καλύτερα ή για να ωριμάσουν οι καρποί του … Dictionary of Greek
ἀποφυλλίσαι — ἀποφυλλίζω strip aor inf act ἀποφυλλίσαῑ , ἀποφυλλίζω strip aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυλλίζειν — ἀποφυλλίζω strip pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφυλλίσωσιν — ἀποφυλλίζω strip aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιναρίζω — οἰναρίζω (Α) [οίναρον] κόβω τα φύλλα τής αμπέλου, αποφυλλίζω τα κλαδιά όταν ωριμάσουν τα σταφύλια … Dictionary of Greek
ἀποφυλλίσας — ἀποφυλλίσᾱς , ἀποφυλλίζω strip aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)